- ποστ ρεστάντ
- το, Ν1. μέθοδος ταχυδρομικής αλληλογραφίας κατά την οποία η επιστολή παραμένει στο γραφείο προορισμού, ώσπου να τήν παραλάβει ο παραλήπτης2. το γραφείο τού κτηρίου τών ταχυδρομείων όπου φυλάγονται οι επιστολές με την ένδειξη αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. poste-restante < poste «ταχυδρομείο» + restante (< ρ. rester «μένω πίσω»)].
Dictionary of Greek. 2013.